- μεταλόγιον
- μεταλόγιον, τὸ (Α) [μεταλέγω]δευτερεύων κατάλογος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -λόγιον (< -λογος*), πρβλ. ανα-λόγιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek